- υδρόλυτος
- ος, ο[ν]1) подвергнутый гидролизу; 2) растворённый в воде
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υδρόλυτος — η, ο, Ν [υδρολύω] 1. διαλυμένος σε νερό 2. αποσυντεθειμένος από το νερό … Dictionary of Greek